Για την αρχαία
ελληνική πραγματικότητα, σε επίπεδο συμβόλων, αισθητικής και
κοσμοθέασης υπήρχαν δυο διαφορετικοί κόσμοι: αυτός του ονείρου και αυτός της μέθης.
Από τη μια, αυτός της γαλήνιας σοφίας που απορρέει από τον εσωτερικό κόσμο της
φαντασίας. Από την άλλη, αυτός της μέθης που οδηγεί σε εκστατικό χορό,
παραλήρημα και λήθη που συγκλονίζει το ανθρώπινο σώμα και τις αισθήσεις. Ο κόσμος του Απόλλωνος
και ο κόσμος του Διονύσου. Τέκνα του ίδιου θεού (Διός), ο πρώτος ήρθε από τη μυθική Υπερβορέα, που εκτείνονταν πέρα από το Βορρά, όπου ο ήλιος δεν έδυε ποτέ για μισό χρόνο, ενώ για το δεύτερο οι επικρατέστερες απόψεις περί της καταγωγής του είναι αυτές της Μικράς Ασίας και της Θράκης (πανάρχαια κέντρα μητριαρχικής λατρείας). Ο κόσμος των εικόνων του ονείρου, της ομορφιάς, της αρμονίας και της αισθητικής καλλιέργειας, ενάντια σε αυτό των αχαλίνωτων παθών, του τρόμου, της οδύνης και της αβύσσου. Γνώση, Αρμονία, Επιστήμη, Τέχνη, Μουσική και Πολιτισμός, ενάντια σε επιθυμίες, συναισθήματα, ένστικτα, υπέρβαση μέτρων και ορίων, ορμές και πάθη. Ο Απόλλωνας είναι ο θεός της Μορφής, της Ποίησης, της Ζωής και του Φωτός, ενώ o Διόνυσος είναι ο θεός των Μυστηρίων, ο θεός του Θεάτρου, ο θεός του Θανάτου και της Αναγέννησης.
Αριστερά ο Διόνυσος: ρωμαϊκό αντίγραφο από ελληνιστικό άγαλμα. Σημαντικότερα σύμβολά του: αυλός, τύμπανα, άμπελος, κισσός, θύρσος, πυρσός, φαλλός. Ιερά του ζώα: λεοπάρδαλη, πάνθηρας, ταύρος, γάιδαρος, φίδι. Ακολουθία του: Μαινάδες, Σάτυροι, Σειληνοί, Βάκχες.
Δεξιά ο Απόλλωνας: κεντρική φιγούρα στο δεξιό αέτωμα του ναού του Διός στην Ολυμπία. Σημαντικότερα σύμβολά του: λύρα, κιθάρα, δάφνη, τρίποδας, τόξο. Ιερά του ζώα: δελφίνι, κοράκι, πετεινός, κύκνος, γεράκι, γρύπας, λύκος. Ακολουθία του: οι 12 Μούσες
Το φωτεινό Ολύμπιο
στοιχείο που βρισκόταν σε αιώνια διαμάχη με το βαρβαρικό στοιχείο των Τιτάνων
και των τεράτων. Για την απολλώνια
κοσμοαντίληψη, ο άνθρωπος ως καλλιτέχνης, πλάθει τις εικόνες και τις καμαρώνει
μ’ ευχαρίστηση και βλέμμα ονειροπόλο - δεν συγχωνεύεται όμως μαζί τους. Για τη
διονυσιακή, ο άνθρωπος με διαφόρους τρόπους γίνεται ο ίδιος το έργο τέχνης και κοιτάζει
από μέσα τον εαυτό του, όπως μας λέει ο Νίτσε. Η τέχνη μεταμορφώνει
την αηδία για τη φρίκη σε (απολλώνια) εικόνα, σώζει τον άνθρωπο και την
απειλούμενη βούλησή του και μέσω αυτής τον κατακτά ξανά η ζωή. Μονάχα η μορφή,
διαυγής, καθαρή και ωραία «μπορεί να γιατρέψει το τραυματισμένο, από την φριχτή
νύχτα, βλέμμα». Έτσι η Ευμορφία (Ομορφιά), ως πνευματική ανάγκη, δίνει νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη, ενάντια στο χάος. Η ποιητική δημιουργία, ως φωτεινή εικόνα που μας προσφέρει η φύση, μπορεί να μας γιατρέψει από τη στιγμιαία ματιά μας στην άβυσσο, μαρτυρά ο Νίτσε. Μαζί η ευγένεια και η δημιουργία, κάθε φορά μπορούν να θεμελιώσουν ένα νέο (ολύμπιο) κόσμο, στα ερείπια του παλαιού.
Στον αρχαίο κόσμο το
Ολύμπιο στοιχείο κυριάρχησε αυτού των Τιτάνων. Η πατριαρχία και οι ηλιακοί θεοί
επιβλήθηκαν της μητριαρχίας και της Μεγάλης Μητέρας, του διονυσιακού
μαιναδισμού και του άμετρου της φύσης. Ο Ομηρικός πρωτο-ελληνικός κόσμος γεννήθηκε
κάτω από την επίδραση του Απολλώνιου πολιτισμού και ο Ήλιος έγινε ο
Θεός-Προστάτης του Ανθρώπου. Παρόλα αυτά, οι μαινάδες του Διονύσου ήταν πάντοτε
έτοιμες να σκίσουν ανθρώπινες σάρκες κάτω από τους ήχους του φρυγικού αυλού και
των κυμβάλων και να επιβάλλουν τη θρησκεία του θεανθρώπου Διονύσου, η οποία είχε
παλαιότερη μητριαρχική προέλευση. Οι σάτυροι, ως άφθαρτα
φανταστικά φυσικά όντα που γεννήθηκαν από τη νοσταλγία της πρωτόγονης φύσης, βρίσκονταν
στα μετόπισθεν του πολιτισμού και υπηρετούσαν τον τραγικό υπέρμετρο χορό και το Διόνυσο,
έξω από κάθε κοινωνική σφαίρα. Μέσω του χορού αυτού, το άτομο συναισθάνονταν την
αρχέγονη σύγκρουση, εξολοθρεύονταν, υποτάσσονταν στο Διόνυσο, απορροφούνταν από το
πρωταρχικό Ον, γίνονταν εγκληματικό και υπέφερε. Ο Απόλλωνας ήταν που φρόντιζε τη
χάραξη και ενδυνάμωση των συνόρων γύρω από τα ατομικά όντα, επιζητώντας να τα
ηρεμήσει, απαιτώντας από αυτά την τήρηση του μέτρου και το «γνώθι σαυτόν». Τα παρακάτω λόγια του Απόλλωνα στις «Ευμενίδες» του Αισχύλου αποκαλύπτουν μετάβαση σε πατριαρχική τάξη και φέρουν ιδιαίτερο συμβολικό φορτίο: «∆εν είναι όπως λεν' ότι
η µάνα γεννάει.
Μόνο τροφός
του σπόρου είναι.
Ο σπορέας γεννάει. Η µάνα
τον φιλεύει µόνο.»
Ο άλλος μεγάλος τραγικός ποιητής, ο Ευριπίδης, είναι εξίσου αποκαλυπτικός, αλλά και συγκλονιστικός:
«Οι λόγχες των άντρων δεν τις ματώναν,
μα αυτές, ρίχνοντας θύρσους, τους λάβωναν,
κι απάνω στη φευγάλα τους βαρούσαν
στις πλάτες, ναι! Τους άντρες οι γυναίκες·
κάποιος θεός τους έδινε ένα χέρι!
Κατόπι, όθε κινήσανε γύρισαν,
στις βρύσες που ο θεός τους είχε ανοίξει.
Νίφτηκαν από το αίμα, και τις στάλες
στα μαγουλά τους γλείφανε τα φίδια.» (Ευριπίδης, Βάκχες)
«Οι γυναίκες
της Άμφισσας», Lawrence Alma-Tadema, 1887 (λάδι σε καμβά)
Στον παραπάνω
πίνακα υπάρχουν δυο διαφορετικές ομάδες γυναικών στο ντύσιμο και στο
παρουσιαστικό. Η μια ομάδα είναι οι μαινάδες, που είναι τυλιγμένες σε
δέρματα λεοπάρδαλης φορώντας κισσούς στα μαλλιά και μετά από τη διονυσιακή
τελετή είναι εμφανώς εξουθενωμένες. Η άλλη ομάδα είναι οι γυναίκες που
κοιτάζουν τις μαινάδες σκεπτικές και σχηματίζουν ένα ανθρώπινο τείχος για να
τις γλυτώσουν από τη θέα των αντρών που στέκουν λίγο παραπέρα. Η όρθια
επιβλητική γυναίκα στο κέντρο, κάτω από το στρογγυλό έμβλημα του
τοίχου, με τα πιασμένα μαλλιά, το καφέ φόρεμα και το βαθύ βλέμμα που
εμφανίζεται ως η πιο μελαγχολική και σκεπτική όταν κοιτά τις άλλες είναι ...η
γυναίκα του ζωγράφου. Η Άμφισσα ήταν η πρωτεύουσα του ετήσιου φεστιβάλ προς
τιμή του Βάκχου.
Ο Πενθέας, γιος της Αγαύης
συνέλαβε το μεταμορφωμένο Διόνυσο αλλά εκείνος ελευθερώθηκε. Στην αρχή αρνήθηκε
να φορέσει γυναικεία ρούχα και να συμμετάσχει σε βακχικές τελετές προς τιμήν
του Διονύσου. Στη συνέχεια υποκύπτει και το πληρώνει με τη ζωή του από την ίδια
του τη μητέρα-μαινάδα που είχε καταληφθεί από διονυσιακή μανία. Ακολουθούν περιγραφές από τις «Βάκχες» του Ευριπίδη που σώζουν παραλλαγή του μύθου αυτού.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ: Γυναίκες, φέρνω αυτόν που εσάς και μένα
και τη δικιά μου αναγελάει λατρεία·
εσείς παιδέψετε τον!
Πρώτη η μάνα του βάνει αρχή στο φόνο
και πέφτει απάνω του· και κείνος λύνει
απ' τα μαλλιά του το ανάδεμα, μήπως
η δύστυχη η Αγαύη τον γνωρίσει
και δεν τόνε σκοτώσει, και της λέγει,
πιάνοντας της το μάγουλο: “Μητέρα,
εγώ 'μαι το παιδί σου, εγώ, ο Πενθέας,
που γέννησες στου Εχίονα το παλάτι·
λυπήσου με, μητέρα, για δικό μου
αμάρτημα το γιο σου μη σκοτώσεις !”
Εκείνη βγάνει αφρούς, στριφοκυλάει
τ' αλλοπαρμένα μάτια της, τη γνώση
ξαστοχά, γιατί ο Βάκχος την ορίζει,
και πού ν' ακούσει τότε τον Πενθέα!
Απ' του ζερβού χεριού του τον αρπάζει
τον πήχη, και πατώντας τα πλευρά του,
του αρμοχωρίζει τον ώμο, του δόλιου,
όχι απ' τη δύναμη της· μες στα χέρια
της έβανε ο θεός τη γεροσύνη.
Απ' την άλλη, η Ινώ χερομαχούσε
να του ξεσκίζει τις σάρκες, κι αντάμα
η Αυτονόη και το λεφούσι οι Βάκχες·
κ' ήταν μιά ανάκατη βοή: να βογκεί
ο μαύρος με όση ανάσα αποκρατούσε,
και κείνες ν' αλαλάζουν ! Μια βαστούσε
το καλαμόχερό του, μια το πόδι,
με το σαντάλι ακόμα· κι απόμεναν
ξέσαρκα, σπαραγμένα τα πλευρά του·
κι όλες μαζί, με ματωμένα χέρια,
κάναν τόπι τις σάρκες του Πενθέα.
Ξεσκίδια τώρα κείτεται· άλλα κάτω
από βράχους τραχιούς κι άλλα στου λόγκου
τα χαμόδεντρα μέσα σκορπισμένα,
όλα δυσκολογύρευτα· και το άθλιο
κεφάλι του, στα χέρια της το πήρε
η μάνα του, σε θύρσου το 'μπήξε άκρη
σα λιονταριού βουνίσιου, και το φέρνει
μεσ' απ' τον Κιθαιρώνα, παρατώντας
τις αδερφές της σε χορούς μαινάδων.
Εκστασιασμένη μαινάδα που κρατάει θύρσο στο ένα χέρι και
λεοπάρδαλη στο άλλο, ενώ στα μαλλιά της είναι τυλιγμένο ένα φίδι.
Αναπαράσταση σε αττικό βάζο που βρίσκεται στην Κρατική Αρχαιολογική Συλλογή του Μονάχου.
Χαρακτηριστική η
διαμάχη της Απολλώνιας Αθηνάς με τις προελληνικές Ερινύες στην «Ορέστεια» του
Αισχύλου. Οι Ερινύες είναι έτοιμες να σηκωθούν από τη Γη για να αποκάνουν το
μητροκτόνο Ορέστη, καθώς το είδωλο της Κλυταιμνήστρας τις προστάζει: «κάντε
αυτό που είσαστε». Έτσι ο Ορέστης ζητάει καταφύγιο στο ναό του Απόλλωνα. Του
λέει, λοιπόν, ο Ακτινοβόλος Απόλλων στις «Ευμενίδες», ενώ του
δηλώνει την ηθική αυτουργία του:
«Δε θα σ' αφήσω. Μέχρι
το τέλος προστάτης σου θα 'µαι. Και δίπλα σου.
Όπου και να 'µαι,
στους εχθρούς σου θα σταθώ ανήλεος. Τώρα τις
ξέφρενες τούτες µαινάδες
τις δάµασα. Βλέπεις; Πέσαν στον ύπνο οι Γριές
οι Πανάρχαιες κόρες
της Φρίκης. Που ούτε θεές ούτε θνητός τις σµίγει.
Μήτε θεριό. Του κακού
γεννημένες, το κακό σκοτάδι βόσκουν κάτω στα
Τάρταρα των Ολύμπιων
θεών και των ανθρώπων το Σίχαµα.»
Στη συνέχεια ο Θεός
φωνάζει στις Ερινύες:
«Έξω. Προστάζω. Έξω
απ' το ναό µου. Σαΐτα. Φίδι φτερωτό θα ρίξει
επάνω σας το κατάργυρο
τόξο µου. Θα βογκήξετε. Σαν µαύρο αφρό θα το
ξεράσετε το αίµα του
φόνου που ήπιατε. Σ' αυτό το ναό δεν έχετε θέση.
Εκεί που δικάζουν
και σφάζουν να πάτε. Που βγάζουν µάτια. Που
παίρνουν κεφάλια.
Που ευνουχίζουν τα παιδιά για να σβήσουν γενιές.
Στους λιθοβολισµούς,
στους ακρωτηριασµούς στα παλουκώµατα που
μουγκρίζουν. Με τέτοια
ευφραίνεστε. Και οι θεοί σας σιχαίνονται.»
Και μετά την απόφαση
της Αθηνάς που «με την ψυχή της τον πατέρα υποστηρίζει», ο Ορέστης αναφωνεί: «Παλλάδα Αθηνά. Και σωτήρα µου! Στην πατρική µου γη που την πήραν
µε ξανάστησες.»
Ενώ η Ερινύα, Κόρη
της Νύχτας, κραυγάζει:
«Καινούργιοι θεοί! Τους αιώνιους νόµους µας αρπάξατε. Και
τους ρίξατε κάτω. Ντροπή σε µας φέρατε και ατίµωση. Φαρµάκι. Πικρή
πληρωµή θα χύσω. Χολή. Θα τη ρημάξω τη γη
σας.
Μαρασµού και θανάτου αρρώστια θα πέσει.»
[…]
«Εγώ να τα πάθω αυτά! Η πρώτη πανάρχαια θεά! Και να ζω
ντροπιασµένη και άτιµη. Αλίµονο. Μανία κι οργή ξεφυσώ και εκδίκηση.
Στα πλευρά µου συστρέφεται πόνος.
Νύχτα µου. Μάνα µου. Άκουσε. Τις τιµές τις πανάρχαιες ανίκητοι δόλοι
των θεών µου τις άρπαξαν. Ένα τίποτα µ' έκαναν.»
Στο τέλος όμως η θεά
Αθηνά την εξευμενίζει. Τις αφήνει να μείνουν υπό τον όρο να τιμάνε την Πειθώ,
τάζοντας τες σεβασμό και «στερέωμα σπιτιού». Έτσι κάνει την Ερινύα να πει: «Θα
δεχτώ να συνοικώ µε την Παλλάδα και στην πόλη της δε θ' ασεβήσω.»
Ο Διόνυσος πάνω σε πάνθηρα, συνοδεία του Σειληνού πίσω
που παίζει χειροκρόταλο και της μαινάδας μπροστά που παίζει φλάουτο
δίπλα σε ένα μικρό σάτυρο. Μεταφέρουν κεφάλια σε πασσάλους. Η φιγούρα
είναι από βάζο του 370-360 π.Χ. και βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι.
Ωστόσο, με κάθε
επανάπαυση του ελληνικού-πατριαρχικού στοιχείου, το προελληνικό-μητριαρχικό
προσπαθούσε να διεκδικήσει το χώρο του. Σημαντική εορτή μνήμης ήταν το
Σεπτήριον, κατά την οποία ένα αγοράκι σκότωνε συμβολικά τον πύθωνα/όφι που
έρπονταν στο χώρο του Απόλλωνα, στο Μαντείο των Δελφών. Τελούνταν κάθε 7 χρόνια
για να θυμίσει αυτή την υποχρέωση εγρήγορσης του Απολλώνιου στοιχείου.
Απόλλωνας και
Διόνυσος αποτελούν διαφορετικές εκφάνσεις, εκφράσεις και στάδια ζωής και πολιτισμού, διαφορετικά πρότυπα και διαφορετικά κοσμικά αρχέτυπα. Η σύγκρουση, αλλά και αρκετές φορές η αλληλοσυμπλήρωσή τους (σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει και ταύτιση) λαμβάνει χώρα τόσο στο ενσυνείδητο, αλλά και στο ασυνείδητό μας, τόσο στην
καθημερινότητά μας όσο και σε επίπεδο μεταφυσικής. Ποτέ δεν υπήρξε πλήρης
επικράτηση του ενός. Η ισχύς του Απολλώνιου στοιχείου ήταν μεγαλύτερη σε αρκετούς τόπους και πολλές περιόδους του ενδόξου παρελθόντος. Ωστόσο, αρκετοί σήμερα θα πουν ότι οι
ακόλουθοι του Διονύσου και οι φίλιες δυνάμεις τους έχουν πλέον κατακτήσει την
…εκθηλυσμένη εποχή μας.
Ναι, ο αυλός του Μαρσύα ηχεί ξανά. Και 'μεις, μολονότι ζούμε σκλαβωμένοι σε παράξενο χωροχρόνο, συναντηθήκαμε ξανά και βαδίζουμε κάτω από το ίδιο λάβαρο… λίγοι πιστοί και αμετανόητοι φρουροί, με το ξίφος και την πένα κόντρα στους ανέμους και τις σειρήνες των καιρών μας. Γνωρίζουμε ότι παρόλο που τα χρόνια είναι σκοτεινά, ο Ήλιος είναι Ανίκητος.
Ο βασανισμός του Μαρσύα, από το
Μουσείου του Λούβρου.
Ο σάτυρος Μαρσύας προκάλεσε τον Απόλλωνα σε διαγωνισμό μουσικής.
Εκείνος έπαιξε αυλό, ο Απόλλωνας λύρα. Ο ακόλουθος του Διονύσου έχασε
και ο Θεός της Μουσικής τον έγδαρε ζωντανό για να τιμωρήσει την Ύβρι
που διέπραξε.